Αδημονούσα να γυρίσει σπίτι και δεν περνούσε λεπτό που να μην τον σκεφτώ. Χωρίς αυτόν η ζωή φάνταζε τόσο βουβή και καταθλιπτική.
Η αναμονή έμοιαζε πάντα τόσο βασανιστική για την ψυχή.
Όλες οι ευφυέστατες προσπάθειές μου να είμαι ήρεμη έπεφταν στο κενό ύστερα από μια συνεχόμενη και ανελέητη μάχη με τη λογική.
Ίσως να φταιει το γεγονός, ότι ποτέ δε μου ‘δωσε το δικαίωμα να ξέρω που ακριβώς βρισκόταν και τι έκανε, παρόλο που ήμουν τόσο κοντά του. Ήταν τόσο έξυπνος που ακόμα και οι μεγάλες αμφιβολίες που γεννούσε, παραβλέπονταν απ’ τη φαιδρή ψευδαίσθηση πως μεταξύ μας δεν υπήρχαν μυστικά. Μόνο αιώνια αγάπη.
Κάθε πρωί με περίμενε διαβάζοντας την εφημερίδα του την οποία παρατούσε μόλις κατέβαινα τις σκάλες. Και για μένα το στάδιο της έκστασής μου ήταν να κάθομαι απλά πλάι του.
Ένιωθα πραγματικά ευτυχισμένη φορώντας ένα πουκάμισό του και παίρνοντας το πρωινό μου δίπλα του.
Μιλούσε δε μιλούσε, αυτό δεν άλλαζε τίποτα στα συναισθήματά μου.
Ύστερα πήγαινα στο εστιατόριο που καθόταν αυτός και με περίμενε για φαγητό.
Εχθρός μου ήταν ο χρόνος. Ο χρόνος που περνούσε και δε με άφηνε να χορτάσω ζώντας πιο βαθιά τις στιγμές δίπλα του. Θα ‘θελα να χα το χάρισμα να μπορώ να τις ζήσω ξανά και ξανά, μα ξέρω καλά πως τότε η στιγμή δε θα ‘ταν πια η ίδια.