Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008
Nothing Else Matters - Η αρχή
Με βρήκε απροετοίμαστη όταν πέθανε.
Ήταν 4 Φεβρουαρίου.
Ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, ουρλιάζοντας από τους αφόρητους πόνους, που δεν την άφηναν να συνειδητοποιήσει ότι πέθαινε.
Εκείνος και 'γω δεν φύγαμε από κοντά της ούτε στιγμή όλον αυτόν τον καιρό, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να ουρλιάξει, να μην μπορεί να κουνήσει τα μάτια της.
Δεν πρόλαβα να της πω αντίο. Μέσα σε μια στιγμή ξεψύχησε. Το τέλος ήρθε τόσο απλά και γρήγορα.
Δεν έκλαψα γι' αυτήν. Έκλαψα για τον εαυτό μου που την έχασε. Έκλαψα γιατί μέχρι και την τελευταία στιγμή πίστευα πως θα γινόταν ένα θαύμα και θα γινόταν καλά και δεν θα την έχανα ποτέ.
Εκείνον, τρόμαξα να τον συνεφέρω. Σχεδόν λιποθύμησε, όταν την είδε να ξεψυχάει. Στην αρχή, τον έπιασε τρεμούλα και γαντζώθηκε επάνω μου. Μετά σταμάτησε και νόμισα ότι του πέρασε. Αλλά σαν είδα πως δεν κουνιόταν, ανησύχησα. Τον ταρακούνησα δυνατά. Τίποτα. Ξανά και ξανά. Κάποτε κουνήθηκε. Είχε παγώσει ολόκληρος. Το γαλάζιο νευράκι της φλέβας του, φούσκωσε και άρχισε να χτυπάει ρυθμικά πεταγμένο πάνω στον κρόταφό του.
Το σκίσιμο στην ψυχή.
Το δωμάτιο σκοτείνιασε. Στον τοίχο, η τελευταία αναλαμπή του ήλιου.
Μου ήρθε έντονη η επιθυμία να περπατήσω. Ακόμα έκανε ζέστη, παρ’ όλο το σκοτάδι που είχε απλώσει τα πέπλα του. Ήταν μια όμορφη χειμωνιάτικη βραδιά.
Ανέβηκα στην ταράτσα. Τα φώτα της πόλης έπιαναν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Στο βάθος, μακριά μια σκοτεινή λουρίδα, η θάλασσα.
Τα αυτοκίνητα με τα μικρά φώτα τους σκίζανε την σιωπή.
Θυμήθηκα τα δειλινά που είχα θαυμάσει ακριβώς σ’ αυτό το σημείο της ταράτσας του νοσοκομείου, ζώντας την ώρα που το μενεξεδί χρώμα και το κόκκινο της φωτιάς, παρέδιναν τις τελευταίες αποχρώσεις τους στη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι μια σύνθεση φανταστική, που έφερνε αόριστα στο νου, μια άλλη θάλασσα βγαλμένη από κάποιο πίνακα.
Το βάρος που είχα στην ψυχή ανέβαινε, με πίεζε ολοένα και περισσότερο. Με διέλυε. Και έτσι όπως καθόμουν εκεί μόνη μέσα στη νύχτα, το ένιωσα. Ήρθε σαν αποκάλυψη και με συγκλόνισε, αυτό που υπόβοσκε μέσα μου και ζήταγα να το καταπνίξω αφομοιώνοντάς το με το θάνατο του.
Ήταν όλα αυτά τα ξεφτισμένα κομμάτια της ζωής, που διαφέρουν μεταξύ τους. Που όμως ανταποκρίνονται σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στα μικρά βλαστάρια που ξεφυτρώνουν καθημερινά, έτοιμα ν’ αντέξουν στο χρόνο, στους αέρηδες και στις παγωνιές. Κι αν σπάσουν μερικά; Αν μαραθούν; Τί σημασία έχει; Θα βγουν άλλα. Δε φταιει ο σπόρος που τα γέννησε. Ο σπόρος είναι σπόρος.
Έπρεπε να πάψω να μειονεκτώ στη ζωή και στους ανθρώπους. Στον καθένα πάντα λείπει κάποιο είδος αγάπης. Μέχρι τώρα με κάλυπτε ο εγωισμός και μ’ έτρεφε η ψευδαίσθηση. Και είχα βολευτεί έτσι, μέχρι που ανακάλυψα ότι δε γέμιζαν παρά το κενό, το κενό που ξεχείλιζε από μοναξιά. Εκείνος δεν με ήθελε αλλά έτρεφε μια αρρωστημένη λατρεία για εκείνη. Εκείνη δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτόν και αδιαφορούσε για μένα. Εγώ τους αγαπούσα και τους δύο. Και έτσι συμπληρωνόταν ο κύκλος που μας κατέστρεφε. Μόνο που τώρα είχα βρει τον προορισμό μου. Έπρεπε να φροντίσω τον εαυτό μου και να βρω αυτό το «κάτι» που όλοι χρειαζόμαστε. … Αρκεί να καταφέρω να το βρω! Ξέρω καλά πως το ιδανικό στέκεται πάντα πολύ ψηλά. Αδύνατον να το φτάσεις.
Σήκωσα ψηλά το κεφάλι. Η ώρα είχε περάσει. Έριξα μια τελευταία ματιά στην φωτισμένη πόλη, στην θάλασσα με το λιμάνι της γεμάτο καράβια.
Κάτω, ο κόσμος πηγαινοερχόταν. Ανθρώπινες φιγούρες που κινούνταν τριγύρω, προσπαθώντας να ξεγελάσουν τον χρόνο.
Ο κόμπος στον λαιμό γινόταν ασταμάτητα φορτικός. Προσπαθούσε να με πνίξει. Φαινόταν δυνατότερος από ‘μένα. Τα μάτια μου γέμισαν και έγιναν λίμνες νερού. Αυτή τη φορά όμως τ’ άφησα ελεύθερα να κυλήσουν σκάβοντας αυλάκια πάνω στο πρόσωπό μου. Ήρθαν σαν λύτρωση να δώσουν σάρκα και οστά στον καταπιεσμένο μυστικό μου κόσμο.
Εκείνος, με πλησίασε.
Με αγκάλιασε τόσο σφιχτά, ώστε μετά βίας ανάσαινα.
Οι σταγόνες απ’ τα μάτια συνέχιζαν να κυλάνε. Αδιαφόρησα για τον κόσμο που με κοίταγε.
Κάπου βαθιά μέσα μου, είχα την εντύπωση ότι άφηνα πίσω ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Καμιά φορά, αν όχι τις περισσότερες, το ιδανικό μοιάζει τόσο απρόσητο, τόσο μακρινό και δύσκολο που φαίνεται στα μάτια της ψυχής μας τόσο ψηλά και μακριά.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το φτάσουμε. Άλλωστε, κάθε δύσκολο θέλει τις θυσίες του και αν όντως αξίζει, είμαστε εκεί έτοιμοι να τις κάνουμε.
Το μόνο ίσως που πρέπει να ξεπεράσουμε, είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ψευδαίσθηση του μυαλού και της καρδιάς με αυτήν της αλήθειας. Χρειάζεται να έχουμε καταλάβει τόσο καλά τον εαυτό μας και τα "θέλω" του, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι αυτό που θα γεμίσει όλο μας το είναι, που θα κάνει "συντροφιά" στη δική μας ύπαρξη και όχι απλά αυτό που θα γεμίσει τα κενά μας.
Κι όμως, υπάρχουν φορές που ένα μονάχα γεγονός στη ζωή μας στέκεται ικανό ώστε να μας δείξει το δρόμο της αλήθειας...
Καλή και ταξιδιάρικη νύχτα να έχεις... με φάρο την ίδια σου την αλήθεια καλή μου. :-))
Δημοσίευση σχολίου