Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009






Αδημονούσα να γυρίσει σπίτι και δεν περνούσε λεπτό που να μην τον σκεφτώ. Χωρίς αυτόν η ζωή φάνταζε τόσο βουβή και καταθλιπτική.
Η αναμονή έμοιαζε πάντα τόσο βασανιστική για την ψυχή.
Όλες οι ευφυέστατες προσπάθειές μου να είμαι ήρεμη έπεφταν στο κενό ύστερα από μια συνεχόμενη και ανελέητη μάχη με τη λογική.
Ίσως να φταιει το γεγονός, ότι ποτέ δε μου ‘δωσε το δικαίωμα να ξέρω που ακριβώς βρισκόταν και τι έκανε, παρόλο που ήμουν τόσο κοντά του. Ήταν τόσο έξυπνος που ακόμα και οι μεγάλες αμφιβολίες που γεννούσε, παραβλέπονταν απ’ τη φαιδρή ψευδαίσθηση πως μεταξύ μας δεν υπήρχαν μυστικά. Μόνο αιώνια αγάπη.

Κάθε πρωί με περίμενε διαβάζοντας την εφημερίδα του την οποία παρατούσε μόλις κατέβαινα τις σκάλες. Και για μένα το στάδιο της έκστασής μου ήταν να κάθομαι απλά πλάι του.
Ένιωθα πραγματικά ευτυχισμένη φορώντας ένα πουκάμισό του και παίρνοντας το πρωινό μου δίπλα του.
Μιλούσε δε μιλούσε, αυτό δεν άλλαζε τίποτα στα συναισθήματά μου.
Ύστερα πήγαινα στο εστιατόριο που καθόταν αυτός και με περίμενε για φαγητό.
Εχθρός μου ήταν ο χρόνος. Ο χρόνος που περνούσε και δε με άφηνε να χορτάσω ζώντας πιο βαθιά τις στιγμές δίπλα του. Θα ‘θελα να χα το χάρισμα να μπορώ να τις ζήσω ξανά και ξανά, μα ξέρω καλά πως τότε η στιγμή δε θα ‘ταν πια η ίδια.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009






Μέσα απ’ τις γρίλιες δεν μπορώ να ξεχωρίσω το χρόνο. Κοιτάζω πάλι στον καθρέφτη τον εαυτό μου.
Πήχτρα σκοτάδι.
Οι θόρυβοι και οι φωνές της ημέρας, που δεν υπάρχουν τώρα, το ξεγύμνωμα της αλήθειας, μοιάζει σαν το δέντρο που ανάλογα με την αντοχή του μπορεί και κρατάει ατόφιο το φύλλωμα, σαν το φυσάει ο άνεμος.
Πότε θα ‘ρθει το χάραμα για να σταματήσω να ονειρεύομαι μια ζωή μαζί του;
Η νύχτα ατελείωτη. Κόλαση!
Αργεί να ξημερώσει. Έχασα τον εαυτό μου απόψε. Έπαψα να υπάρχω για άλλη μια νύχτα. Κι όμως υπάρχουν άνθρωποι που ζουν και τρέφονται μες στο σκοτάδι…

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

The heart asks the pleasure first







Οι σκέψεις μου με εγκαταλείπουν. Κλείνω τα μάτια και νιώθω κάθε χτύπο της καρδιάς μου. Τίποτα δεν έχει υπόσταση. Η υπόσταση δεν έχει ομορφιά. Η πληρότητα χωρίς ουσία. Η ουσία δεν έχει νόημα. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Πως μπορώ εξάλλου να ελέγξω τα ανεξήγητα όταν δεν μπορώ να ελέγξω την ψυχή μου; Η ψυχή χωρίς αισθήσεις. Ώσπου όλα γίνονται λανθασμένες λέξεις, ανέλπιστες ελπίδες στην προσπάθεια να αλλάξω την πραγματικότητα, να κρατήσω όσους με αγγίζουν μακριά από τον πόνο. Και στο τέλος δεν υπάρχει τίποτα να μ' απαλλάξει απ' αυτό. Για πόσο καιρό ακόμα; Νιώθω την μεμβράνη της ύπαρξής μου να ξεσχίζεται και να με διαλύει. Αυτή τη μοναδική εξιλέωση ζητώ. Ν’ αντέξω αυτή τη στιγμή. Η επόμενη που θα ‘ρθει, θα είναι πιο εύκολη. Γιατί ο πόνος θα με έχει νεκρώσει, δε θα υπάρχω.
Η φωτιά άχρωμη… Δεν βλέπω τίποτα μέσα της… Παίρνω νερό και το ρίχνω με μανία στο τζάκι… τα κούτσουρα μαύρα… πιάνω ένα στα χέρια μου. Καίει ακόμα. Το πατάω μακριά, κάηκα! Αυτό σκορπίστηκε σε μικρά καρβουνάκια. Ένα απ’ αυτό κατακόκκινο, έκαιγε το πάτωμα. Οι μαυρισμένες παλάμες μου σκουπίστηκαν στο πρόσωπό μου… μαύρες δαχτυλιές… δεν μ’ ένοιαζε.
Κοιτούσα το κάρβουνο. Μέσα στην πυρά του, το πρόσωπο του… τα μάτια μου καρφώθηκαν στα δικά του μάτια. Ένα τόσο δα μικρό καρβουνάκι… σήκωσα το πόδι και με τη σόλα του παπουτσιού μου το ‘σβησα….

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009